- φιλοθήξ
- φῐλο-θήξ, θῆγος, ὁ, ἡ,A often sharpened, Theognost.Can.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοθήξ — θῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που συχνά ακονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο θήξ] … Dictionary of Greek